στοματοσκόπιο

στοματοσκόπιο
το, Ν
ιατρ. όργανο με λαβή και μικρό καθρέπτη για την εξέταση τού στόματος και τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + -σκόπιο*. Η λ., στον λόγιο τ. στοματοσκόπιον, μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στοματοσκόπιο — το όργανο για την εξέταση του στόματος και ειδικότερα των δοντιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”